κεραμοποιία

κεραμοποιία
η
η τέχνη κατασκευής κεραμιδιών.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κεραμοποιία — η 1. η τέχνη τού κεραμοποιού, η κεραμευτική 2. (ειδ.) η τέχνη τής κατασκευής ή η βιομηχανία παραγωγής κεραμιδιών και τούβλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραμοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Δημήτριο Φίλιο] …   Dictionary of Greek

  • κέραμος — I Αρχαία δωρική πόλη της Μικράς Ασίας, στη βόρεια ακτή του Κεράτιου κόλπου. Ο Στράβων τη χαρακτηρίζει «πολίχνιον», ο Πτολεμαίος «πολίχνη» της Δωρίδας και ο Παυσανίας πατρίδα του Ολυμπιονίκη, Πολίτη. Η πόλη, που φαίνεται ότι καταστράφηκε από… …   Dictionary of Greek

  • κεραμιδόχωμα — το 1. χώμα κατάλληλο για την κεραμοποιία 2. σκόνη από τριμμένα κεραμίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραμίδι + χώμα (< χώμα), πρβλ. καστανό χωμα, κουμαρό χωμα] …   Dictionary of Greek

  • κεραμουργία — η [κεραμουργός] κεραμοποιία …   Dictionary of Greek

  • κεραμουργικός — ή, ό [κεραμουργός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κεραμουργό ή στην κεραμουργία («κεραμουργικές εργασίες») 2. το θηλ. ως ουσ. η κεραμουργική η κεραμοποιία …   Dictionary of Greek

  • άστριοι — Ομάδα ορυκτών με πολύπλοκη χημική σύσταση, τα οποία βρίσκονται σχεδόν σε όλα τα πετρώματα και αποτελούν τα κύρια συστατικά των εκρηξιγενών και των μεταμορφωσιγενών πετρωμάτων, ενώ δευτερογενώς (προέρχονται από την αποσάθρωση των προηγουμένων)… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Ιστορικό και Λαογραφικό Καλαμάτας — Το Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο Καλαμάτας ιδρύθηκε από τον τοπικό Σύλλογο προς Διάδοσιν των Γραμμάτων, με σκοπό τη συγκέντρωση αρχειακού υλικού και αντικειμένων σχετικά με την ελληνική επανάσταση του 1821, η οποία ουσιαστικά ξεκίνησε στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”